σεντίνα

σεντίνα
η
1) мор. нечистоты, помои; 2) перен. чернь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σεντίνα" в других словарях:

  • σεντίνα — η, Ν 1. ναυτ. α) το εσωτερικό κατώτερο μέρος τού σκάφους, από την καρίνα μέχρι το χαμηλότερο δάπεδο, μέσα στο οποίο συγκεντρώνονται τα νερά που προέρχονται από τη διαρροή και την εφίδρωση τού σκάφους, καθώς και τα νερά και τα υγρά διαρροής από το …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»